ατιμία

ατιμία
Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία. Επεκτεινόταν πολλές φορές η ποινή και στους απογόνους του παραβάτη, το σώμα του οποίου απαγορευόταν να ταφεί στην Αττική γη. Επίκληση τέτοιου νόμου έγινε για πρώτη φορά από τον Δράκοντα, ενώ ο Σόλων ήταν εκείνος που καθιέρωσε την α. ως οικονομική πράξη. Ο παραβάτης των νόμων δεν συμμετείχε σε καμιά ιερατική ή πολιτική υπηρεσία. Επίσης, απαγορευόταν να εμφανίζεται στα δικαστήρια για υπόθεσή του και να παίρνει μέρος στις ιεροτελεστίες και στην Εκκλησία του Δήμου. Τέλος, δεν γινόταν δεκτός στον στρατό και δεν μπορούσε να επικαλεστεί την προστασία των νόμων. Σε α. καταδικάζονταν οι πολέμιοι του δήμου, οι προδότες, οι λιποτάκτες, οι συκοφάντες, οι καταχραστές του δημόσιου χρήματος, οι δικαστές που έκριναν μεροληπτικά, αυτοί που κατασπαταλούσαν την πατρική περιουσία, όσοι ασεβούσαν προς τους γονείς, εκείνοι που εξύβριζαν τον άρχοντα και τους αξιωματούχους κ.ά. Υπήρχε επίσης και άλλο είδος α., που διαρκούσε έως ότου ο παραβάτης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, για τις οποίες του επιβλήθηκε η ποινή. Η περίπτωση αυτή αφορούσε κυρίως τους οφειλέτες του δημοσίου, οι οποίοι αν δεν εξοφλούσαν το χρέος τους μέχρι την ένατη πρυτανεία, αυτό διπλασιαζόταν και η περιουσία του άτιμου δημευόταν για να αποδοθεί το χρέος του. Εάν η περιουσία δεν ήταν αρκετή για να εξοφληθεί το χρέος, η οφειλή μεταβιβαζόταν ακόμη και στους κληρονόμους μετά τον θάνατο του χρεώστη. Η διαδικασία για να αποκατασταθεί ένας που καταδικάστηκε σε α. ήταν αρκετά δύσκολη και διαρκούσε μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπρεπε τουλάχιστον 6.000 πολίτες να προαποφάσιζαν μυστικά την εισαγωγή της πρότασης στην Εκκλησία του Δήμου και μετά να αποφασίσει η Βουλή. Σε καιρό όμως ανάγκης ή πολέμου δινόταν αμνηστία και αποκατάσταση των άτιμων, για να μπορούν να πολεμήσουν για την προάσπιση της πατρίδας. Η ποινή της α. υπήρχε και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στη Βοιωτία αναφέρεται ότι τους άτιμους που δεν πλήρωναν το χρέος τους τους πήγαιναν στην αγορά μέσα σ’ ένα κοφίνι και τους περιέπαιζαν δημόσια. Στη Σπάρτη αυτός που δεν συμμορφωνόταν προς τους θεσμούς του κράτους ονομαζόταν αδόκιμος. Εκεί βαρύτερο έγκλημα ήταν η δειλία στον πόλεμο και η λιποταξία κατά τη μάχη. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Σπαρτιάτη Αριστόδημου, που εξαγνίστηκε μόνο με τον θάνατό του στο πεδίο της μάχης των Πλαταιών, επειδή είχε δικαστεί ως άτιμος (τρέσας). Στη Σπάρτη επίσης και οι άγαμοι υπόκεινταν σ’ ένα είδος α. Ως τιμωρία, δεν λάμβαναν μέρος στις γιορτές και τραγουδούσαν άσματα ατιμωτικά για τους εαυτούς τους.
* * *
η (AM ἀτιμία, Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) [άτιμος]
ντροπή, εξευτελισμός
μσν.- νεοελλ.
1. προσβολή
2. άτιμη, επονείδιστη πράξη
νεοελλ.
άτιμος άνθρωπος, εξαιρετικά ανέντιμος
μσν.
1. μείωση της προσωπικότητας κάποιου
2. προσβλητικά λόγια
αρχ.
1. στέρηση της τιμής και της υπόληψης
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. στέρηση προνομίων
4. ασέβεια προς τους θεούς
5. φρ. α) «κόμης ἀτιμία» — τρισάθλια μαλλιά
β) «ἐσθημάτων ἀτιμία» — πανάθλια ρούχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀτιμία — ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμίᾳ — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατιμία — η 1. έλλειψη ή αποστέρηση της τιμής, καταισχύνη: Έχει πια συνηθίσει να ζει στην ατιμία. 2. ανεντιμότητα, κακοήθεια, άτιμη πράξη: Στην ξενιτιά, όπου έζησε πολλά χρόνια, είχε κάνει κάθε είδους ατιμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АТИМИЯ —    • Άτιμία, ατιμος,          (противоположно έπιτιμία, επίτιμος). Идея христианства о равноправности всех людей в достижении обещанных им благ породила понятие об абсолютном достоинстве личности и нравственном праве на уважение каждого… …   Реальный словарь классических древностей

  • Атимия — (греч. ἀτιμία, «бесславие, презрение»)  одно из тяжелейших наказаний в гражданском праве Древних Афин, влекших за собой лишение прав гражданского состояния и публичное бесчестие и презрение провинившегося. Человек, подвергшийся атимии, не… …   Википедия

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • ἀτιμίας — ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμίαι — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Heliaia — oder Heliaea (griechisch ἠλιαία[1]) war das oberste Gericht des antiken Athens. Der Name des Gerichts leitet sich aus dem griechischen Verb ἡλιάζεσθαι, sich versammeln ab, nach einer anderen Version kommt der Name daher, dass das Gericht im… …   Deutsch Wikipedia

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”